νυκτερινῶν

νυκτερινῶν
νυκτερινός
by night
fem gen pl
νυκτερινός
by night
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • νυχτοκόρακας — (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”